κυριεύω

κυριεύω
2961 κυριεύω
{гл., 7}
господствовать, владычествовать, иметь или брать власть.
Ссылки: Лк. 22:25; Рим. 6:9, 14; 7:1; 14:9; 2Кор. 1:24; 1Тим. 6:15. LXX: 4910 (לשׁמ).*

Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией. — Житомир, Украина. . 2006.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "κυριεύω" в других словарях:

  • κυριεύω — κυριεύω, κυρίευσα και κυρίεψα βλ. πίν. 19 , βλ. πίν. 17 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • κυριεύω — κῡριεύω , κυριεύω to be lord pres subj act 1st sg κῡριεύω , κυριεύω to be lord pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυριεύω — (AM κυριεύω) [κύριος] παίρνω κάτι στην κατοχή μου με αγώνα, γίνομαι κύριος, κατακτώ, καταλαμβάνω, καθυποτάσσω κάποιον ή κάτι (α. «ο εχθρός κυρίευσε την πόλη» β. «τούτῳ τῷ τρόπῳ τεττάρων μὲν πλοίων ἐκυρίευσαν», Πολ.) νεοελλ. (για πάθος)… …   Dictionary of Greek

  • κυριεύω — κυρίευσα και κυρίεψα, κυριεύτηκα, κυριευμένος 1. κατακτώ, πατώ, έχω στην κατοχή μου, υποτάσσω: Κυρίεψαν την πόλη ύστερα από πολιορκία ενός έτους. 2. για πάθος, καταλαμβάνω κάποιον και δεν τον αφήνω: Τον κυρίεψε το πιοτό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κυριεύετε — κῡριεύετε , κυριεύω to be lord pres imperat act 2nd pl κῡριεύετε , κυριεύω to be lord pres ind act 2nd pl κῡριεύετε , κυριεύω to be lord imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυριεύσει — κῡριεύσει , κυριεύω to be lord aor subj act 3rd sg (epic) κῡριεύσει , κυριεύω to be lord fut ind mid 2nd sg κῡριεύσει , κυριεύω to be lord fut ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυριεύσηι — κυριεύσῃ , κυρίζω fut part act fem dat sg (epic ionic) κῡριεύσῃ , κυριεύω to be lord aor subj mid 2nd sg κῡριεύσῃ , κυριεύω to be lord aor subj act 3rd sg κῡριεύσῃ , κυριεύω to be lord fut ind mid 2nd sg κυριεύσῃ , κυριόω pres part act fem dat …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυριεύσουσι — κῡριεύσουσι , κυριεύω to be lord aor subj act 3rd pl (epic) κῡριεύσουσι , κυριεύω to be lord fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) κῡριεύσουσι , κυριεύω to be lord fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυριεύσουσιν — κῡριεύσουσιν , κυριεύω to be lord aor subj act 3rd pl (epic) κῡριεύσουσιν , κυριεύω to be lord fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) κῡριεύσουσιν , κυριεύω to be lord fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυριεύσω — κῡριεύσω , κυριεύω to be lord aor subj act 1st sg κῡριεύσω , κυριεύω to be lord fut ind act 1st sg κῡριεύσω , κυριεύω to be lord aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυριεύσῃ — κυρίζω fut part act fem dat sg (epic ionic) κῡριεύσῃ , κυριεύω to be lord aor subj mid 2nd sg κῡριεύσῃ , κυριεύω to be lord aor subj act 3rd sg κῡριεύσῃ , κυριεύω to be lord fut ind mid 2nd sg κυριόω pres part act fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»